ταρσώδης

ταρσώδης
ταρσ-ώδης, [dialect] Att. [pref] ταρρ-, ες,
A like basket-work, matted, of roots, Thphr.HP6.7.4, 8.2.3; τῇ πλοκῇ ταρσώδεις (v.l. ταρσωταί) D.S.3.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταρσώδης — και αττ. τ. ταρρώδης, ῶδες, Α [ταρσός] (για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με πλέγμα, πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ταρσώδεις — ταρσώδης like basket work masc/fem acc pl ταρσώδης like basket work masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρρώδης — ῶδες, Α (αττ. τ.) βλ. ταρσώδης …   Dictionary of Greek

  • ταρσωτός — ή, όν, Α [ταρσῶ] ταρσώδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”